Επινεφρίδια – Ποια είναι η λειτουργία τους και τι πρέπει να γνωρίζουμε για την αντιμετώπιση των όγκων επινεφριδίων;
Τα επινεφρίδια αποτελούν δύο μικρά όργανα, τα οποία βρίσκονται πάνω από τον κάθε νεφρό. Η σωστή λειτουργία τους έχει σχέση με την αρτηριακή μας πίεση, τη ρύθμιση των ηλεκτρολυτών του αίματος, την κατανάλωση γλυκόζης από τον οργανισμό μας όσο και με την αντίδρασή μας σε καταστάσεις έντονου στρες. Τι συμβαίνει όμως όταν αναπτύσσεται ένας όγκος στους συγκεκριμένους αδένες; Ποια είναι τα συμπτώματα και πώς αντιμετωπίζεται;
Το ευρύ κοινό πιθανότατα δεν γνωρίζει τα επινεφρίδια ως όργανα, αλλά ούτε και τη λειτουργία τους. Κι όμως, πρόκειται για δύο αδένες, οι οποίοι παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού.
Τα επινεφρίδια εντοπίζονται στο πάνω μέρος των νεφρών. Αποτελούν δύο μικρούς τριγωνικούς ενδοκρινείς αδένες που εκκρίνουν εξαιρετικά σημαντικές ορμόνες στην κυκλοφορία του αίματος. Οι ορμόνες αυτές είναι ζωτικής σημασίας και σχετίζονται μεταξύ άλλων με την αντίδραση του οργανισμού στο stress, τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, των ηλεκτρολυτών και του μεταβολισμού, την καταστολή της φλεγμονώδους απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως και με την καρδιαγγειακή λειτουργία.
Ποια συμπτώματα μπορούν να μας θορυβήσουν για την πιθανή ύπαρξη όγκου στα επινεφρίδια;
Τα συμπτώματα που μπορεί να υποδείξουν την ύπαρξη κάποιας δυσλειτουργίας ή κάποιου όγκου των επινεφριδίων ποικίλλουν. Αυτό συμβαίνει γιατί τα συμπτώματα έχουν άμεση σχέση με τις ορμόνες που επηρεάζονται. Αρκετά από τα συμπτώματα αυτά έχουν ομοιότητες με συμπτώματα άλλων ασθενειών.
Στα συμπτώματα που θα πρέπει να μας ανησυχήσουν περιλαμβάνονται η ανεξήγητη αύξηση ή απώλεια βάρους, η κόπωση, η αδυναμία, τα υψηλά ή χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές, η αυξημένη αρτηριακή πίεση, όπως και οι συχνές λοιμώξεις εξαιτίας της μη σωστής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότεροι ασθενείς αναπτύσσουν συμπτώματα που επιδεινώνονται χαρακτηριστικά με την πάροδο του χρόνου.
Ποιες είναι οι συχνότεροι όγκοι των επινεφριδίων;
Αλδοστερίνωμα: Πρόκειται για μονήρη καλοήθη όγκο (αδένωμα) της σπειροειδούς ζώνης του φλοιού του επινεφριδίου ο οποίος προκαλεί υπερέκκριση αλδοστερόνης στον οργανισμό (Σύνδρομο Conn). Η αλδοστερόνη είναι μία στεροειδής ορμόνη, σκοπός της οποίας είναι η ρύθμιση των επιπέδων νατρίου και καλίου στον οργανισμό. Η αυξημένη παραγωγή της εν λόγω ορμόνης έχει ως αποτέλεσμα την κατακράτηση νατρίου και την απώλεια καλίου. Συνεπώς, αυτή η παθολογική κατάσταση οδηγεί σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης (υπέρταση) και χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα (υποκαλιαιμία). Ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν μυϊκή αδυναμία, κόπωση, πολυδιψία και πολυουρία. Η αυξημένη αρτηριακή πίεση, μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδίου, όπως και καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια.
Επινεφριδικό αδένωμα με έκκριση κορτιζόλης: Πρόκειται για μονήρη καλοήθη όγκο (αδένωμα) στη στηλιδωτή ζώνη του φλοιού του επινεφριδίου, ο οποίος ευθύνεται για την υπερέκκριση κορτιζόλης και αποτελεί μία από τις αιτίες του Συνδρόμου Cushing. Τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίζονται στην περίπτωση αυτή είναι η προοδευτική αύξηση βάρους, η εναπόθεση λίπους με χαρακτηριστική κατανομή στο πρόσωπο (στρογγυλεμένο, «πανσεληνοειδές» προσωπείο), στη βάση του αυχένα (Buffalo Hump), στον κορμό και στην κοιλία (κεντρική παχυσαρκία). Εν αντιθέσει, τα άνω και τα κάτω άκρα είναι συνήθως λεπτά, αφού το σύνδρομο οδηγεί στην απώλειας μυϊκής μάζας και κατά συνέπεια αδυναμία των άκρων. Στην πλειοψηφία των ασθενών μπορεί να παρατηρηθούν: ψυχολογικά συμπτώματα (κατάθλιψη, επιθετικότητα, παράνοια), αϋπνία, καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος με συχνές λοιμώξεις. Χαρακτηριστική είναι και η λέπτυνση του δέρματος, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εύκολα μώλωπες (μελανιές) αλλά και δερματικές φλεγμονές και λοιμώξεις, όπως χαρακτηριστικές είναι και οι κοκκινωπές ή πορφυρές ραγάδες του δέρματος. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές της περιόδου (ως και αμηνόρροια) και αυξημένη τριχοφυΐα με ανδρική κατανομή, λιπαρότητα δέρματος και ακμή. Η υπερκορτιζολαιμία μπορεί τέλος να οδηγήσει σε οστεοπενία ή οστεοπόρωση), αύξηση των επιπέδων του σακχάρου του αίματος ή σακχαρώδη διαβήτη και υπέρταση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνδρομο Cushing διακρίνεται σε δύο τύπους: εξωγενές και ενδογενές. Το ενδογενές σύνδρομο Cushing παρατηρείται σε καλοήθεις ή σπάνια κακοήθεις όγκους των επινεφριδίων και ακόμα σπανιότερα σε αμφοτερόπλευρη οζώδη υπερπλασία των επινεφριδίων.
Φαιοχρωμοκύττωμα: Αποτελεί έναν σπάνιο όγκο (κακοήθη σε ποσοστό 10-17%) του μυελού των επινεφριδίων. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Βέβαια, συνήθως εκδηλώνεται σε ηλικίες μεταξύ 30 και 60 ετών. Στην πλειονότητα των περιστατικών πρόκειται για καλοήθη όγκο, αν και μπορεί να γίνει απειλητικό για τη ζωή στην περίπτωση που δεν διαγνωσθεί και δεν αντιμετωπισθεί εγκαίρως. Πολλές φορές (σε ποσοστό περίπου 40%), ο όγκος αυτός συνδέεται με σπάνια οικογενή σύνδρομα, όπως το σύνδρομο Πολλαπλής Ενδοκρινικής Νεοπλασίας τύπου 2, η νόσος Von Hippel-Lindau και η Νευροϊνωμάτωση, τύπου 1. Στα συμπτώματα του φαιοχρωμοκυττώματος περιλαμβάνονται η υψηλή αρτηριακή πίεση, οι υπερτασικές κρίσεις, το αίσθημα παλμών, η ταχυκαρδία, οι εξάψεις, η εφίδρωση, το άλγος (πόνος) στο θώρακα ή την κοιλία, οι πονοκέφαλοι (συνήθως έντονος πονοκέφαλος), η ανησυχία, ο τρόμος και η ωχρότητα.
Πώς αντιμετωπίζονται οι όγκοι των επινεφριδίων;
Οι όγκοι των επινεφριδίων μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και με ασφάλεια (αφού προηγηθεί ενδελεχής κλινικοεργαστηριακός έλεγχος και φαρμακευτική προετοιμασία στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο). Σε αυτό συμβάλλει, βέβαια, τόσο η εμπειρία του εξειδικευμένου ιατρού που θα αναλάβει το εκάστοτε περιστατικό, όσο και η διαδεδομένη πλέον μέθοδος της λαπαροσκοπικής και της ρομποτικής χειρουργικής. Κατά την λαπαροσκοπική ή ρομποτική επινεφριδεκτομή αφαιρείται το επινεφρίδιο με σκοπό να αφαιρεθεί ολοκληρωτικά και η προσβληθείσα περιοχή. Πρόκειται για μία απολύτως ασφαλή επέμβαση, η οποία πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία.
Τόσο η λαπαροσκοπική όσο και η ρομποτική επινεφριδεκτομή εγγυώνται λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, ταχύτερη ανάρρωση, μεγαλύτερη ακρίβεια και ασφάλεια, όπως και ελάχιστες έως μηδαμινές μετεγχειρητικές επιπλοκές. Επίσης, κοινό χαρακτηριστικό των ελάχιστα επεμβατικών αυτών μεθόδων είναι το άψογο αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς οι χειρουργικές τομές που απαιτούνται είναι μόνο μικρές οπές των 5-10 χιλιοστών .